πολύφυλον — πολύφυλος consisting of many tribes masc/fem acc sg πολύφυλος consisting of many tribes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφύλων — πολύφυλος consisting of many tribes masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφύλῳ — πολύφυλος consisting of many tribes masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυφυλετικός — ή, ό, Ν βιολ. αυτός που κατάγεται από περισσότερους τού ενός προγονικούς τύπους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polyphyletic < πολύφυλος + κατάλ. ετικός] … Dictionary of Greek
φύλο — το / φῡλον, ΝΜΑ 1. το αρσενικό και το θηλυκό γένος ανθρώπων και ζώων (α. «ίσες ευκαιρίες για τα δύο φύλα» β. «σωμασκεῑν ἔταξεν οὐδὲν ἧττον τὸ θῆλυ τοῡ ἄρρενος φύλου», Ξεν. γ. «νῡν δὲ γυναικῶν φῡλον ἀείσατε», Ησίοδ.) 2. φυλή, εθνότητα (α. «οι… … Dictionary of Greek
ԲԱԶՄԱՑԵՂ — (ի, ից.) NBH 1 417 Chronological Sequence: 8c ա. πολύφυλος, πάμφυλος in multa genera divisus, cujuslibet tribus Ոյր ցեղն ʼի բազումս է բաժանեալ. անորիշ ըստ ցեղի. *Իսկ դուք յո՞վ էք յարեալք ... ասացելովքդ՝ (այսինքն ըստ առածին՝) բազմացե՛ղք էք. Աթ. ՟Դ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)